μετώπιο(ν)

μετώπιο(ν)
το (ΑΜ μετώπιον, Μ και μετώπιν και μετώπι) [μέτωπον]
νεοελλ.
ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που κείται στο μέσο τής νοητής γραμμής η οποία ενώνει τους δύο μετωπικούς όγκους
μσν.
μετωπιαίο διακοσμητικό τού κράνους ή τής μίτρας
μσν.-αρχ.
μέτωπο
αρχ.
1. πρόσοψη
2. επίδεσμος για το μέτωπο
3. κάλυμμα τού μετώπου τών ίππων
4. περιθώριο σελίδας
5. αρωματικό ελαιώδες μύρο που περιείχε έλαιο πικραμυγδάλου και το οποίο χρησιμοποιούσαν ιδίως στην Αίγυπτο
6. έλαιο αμυγδάλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”